ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωύφιο — το (Α ζῳΰφιον) (υποκορ. τού ζώο) μικρό ζώο νεοελλ. 1. έντομο, ζούδι 2. παράσιτο που ζει στο σώμα τού ανθρώπου, όπως η ψείρα, ο ψύλλος κ.λπ. αρχ. ζωόφυτο*, ζώο μαζί και φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + υποκορ. κατάλ. ύφιο(ν) (πρβλ. δενδρ ύφιον,… … Dictionary of Greek
σφουγγάρι — το / σφογγάριον, ΝΜΑ, και σφογγάρι Ν νεοελλ. 1. ο σπόγγος 2. συνεκδ. πλαστικό πορώδες κατασκεύασμα που μοιάζει με το παραπάνω ζωόφυτο και το οποίο χρησιμοποιείται όπως αυτό 3. φρ. α) «πίνει σαν σφουγγάρι» είναι μεγάλος πότης, είναι μέθυσος β)… … Dictionary of Greek
κοράλλι — το (λ. λατ.) 1. θαλάσσιο κοιλεντερωτό ζώο (ζωόφυτο). 2. το υλικό που παίρνεται από τα κλαδιά του για την κατασκευή κοσμημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπόγγος — ο 1. ζωόφυτο που το πορώδες σώμα του χρησιμοποιείται ως όργανο καθαρισμού, σφουγγάρι. 2. όργανο καθαρισμού του πίνακα στα σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφουγγάρι — το 1. ζωόφυτο. 2. όργανο καθαρισμού: Αγόρασε ένα σφουγγάρι για τα πιάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)